Σχετικά με τους πάσχοντες από επιληψία και τον COVI-19
Από τα έως σήμερα δεδομένα ισχύουν τα εξής:
Οι πάσχοντες από επιληψία δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, δηλαδή δεν έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν απ’ ότι ο γενικός πληθυσμός.
Εάν νοσήσει κάποιος ο οποίος ήδη πάσχει από επιληψία δεν έχει μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών. Επίσης ή επιληψία δεν είναι επιβαρυντική για την πορεία της νόσου δηλαδή την κλινική της βαρύτητα.
Να σημειωθεί ότι ορισμένα άτομα με επιληπτικές κρίσεις έχουν μια μεγαλύτερη ευαισθησία στον πυρετό και ενδέχεται να εμφανίσουν επιληπτικές κρίσεις με πυρετό. Σε περίπτωση από COVI-19 η επιβάρυνση δεν είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλο εμπύρετο νόσημα.
Τα περισσότερα αντιεπιληπτικά φάρμακα έχουν μικρή αλληλεπίδραση με τα χορηγούμενα φάρμακα για την νόσο COVI 19. Θα πρέπει όμως αυτό να εξατομικεύεται για κάθε ασθενή.
Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να διακόπτονται τα αντιεπιληπτικά φάρμακα.
Αν υπάρχει δυσκολία στη λήψη των φαρμάκων (όπως σε διασωληνωμένους ασθενείς) θα πρέπει στην θεραπευτική ομάδα να συμμετέχει νευρολόγος για την ενδεχόμενη ασφαλή τροποποίηση της αγωγής.
Οι επιληπτικές κρίσεις δεν αποτελούν σύμπτωμα της νόσου από τον COVI-19.
Για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις θα πρέπει ο κάθε ασθενής να επικοινωνεί με τον γιατρό του.